Thursday, December 28, 2017

πώς φιλιούνται οι αχινοί



Όταν μου πρότεινε η Αλεξάνδρα να μιλήσω για τους αχινούς και τα φιλιά τους στην πρώτη τους επίσημη παρουσίαση ένιωσα αμήχανα. Εντάξει, στην αρχή χάρηκα και καμάρωσα, όμως η αμηχανία ήταν το συναίσθημα που επικράτησε δυναμικά και άμεσα, παρακάμπτοντας όλα τα άλλα. Ένιωσα αμηχανία όχι επειδή απεχθάνομαι να μιλάω μπροστά σε κοινό (πράγμα που φυσικά και ισχύει), αλλά κυρίως επειδή το “πως φιλιούνται οι αχινοί” είναι ένα μυθιστόρημα που -αυθαίρετα εντελώς- το θεώρησα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα, στην πρώτη κιόλας εκδοχή του πολύ δικό μου - σε βαθμό ορισμένες φορές να νομίζω, ακόμη και σήμερα ότι ανήκει περισσότερο σε μένα απ’ ο τι στην Αλεξάνδρα (Το παθαίνω αυτό με τα έργα τέχνης που με ενθουσιάζουν. Είμαι σίγουρος πως κάπως εξηγείται ψυχολογικά παρόλο που δεν είναι της παρούσης).

Πως μπορεί να μιλήσεις λοιπόν για κάτι τόσο δικό σου χωρίς να εκτεθείς ανεπανόρθωτα στους ακροατές σου; Η απάντηση είναι απλή. Δε μπορείς. Γι’ αυτό λέω να ακολουθήσω το παράδειγμα της Αλεξάνδρας και να σας αιφνιδιάσω μιλώντας εντελώς ανοιχτά, εκθέτοντας με ειλικρίνεια τις σκέψεις μου, όπως προκύπτουν, συνειρμικά αποφεύγοντας όσο μπορώ τις κορόνες ενθουσιασμού (όσο κι αν αυτό μου είναι δύσκολο).

Τους αχινούς λοιπόν τους ένιωσα τόσο κοντά μου γιατί είχα το σπάνιο προνόμιο να γίνω αυτόπτης μάρτυρας της δημιουργίας τους από την αρχή. Κι όταν λέω αρχή δεν εννοώ όταν η Αλεξάνδρα κλειδώθηκε στο σπίτι της με τσιγάρα και κονιάκ και ξεκίνησε πυρετωδώς να τους γράφει, ούτε όταν ο σπόρος της καταγραφής μιας λογοτεχνικής πραγματικότητας, έδωσε τη θέση του (πάλι με τσιγάρα και κονιάκ) στην αφήγηση μιας συγκεκριμένης ιστορίας με αρχή με μέση και τέλος, αλλά λίγο πριν, όταν η αντικειμενική πραγματικότητα ενός μουδιασμένου καλοκαιριού και η ιδέα ενός μυθιστορήματος ταυτίστηκαν μέσα της τόσο δυναμικά και απόλυτα, όπου αποφάσισε να παρακάμψει κάθε ενδοιασμό και να στρωθεί στη δουλειά με μια εντυπωσιακή αυταπάρνηση προκειμένου να δημιουργήσει ένα ειλικρινές χρονικό των φαντασμάτων αυτής της πόλης και της εποχής (συμπεριλαμβάνοντας με θάρρος, τόλμη και γενναιότητα και τα δικά της φαντάσματα).

Την είδα να εμπνέεται, να παρατηρεί, να σημειώνει, να σβήνει και να γράφει, να ξοδεύει μέρες ολόκληρες αναζητώντας μια συγκεκριμένη λέξη, η οποία θα εξέφραζε με ακρίβεια μια ανεπαίσθητη ανταύγεια ενός αισθήματος. Με μια αξιοθαύμαστη σιγουριά των εκφραστικών μέσων και των δρόμων που θα ακολουθούσε, πολλές φορές και κόντρα στην κοινή λογική, λες και το μυθιστόρημα ήταν γραμμένο μέσα της από πάντα και περίμενε απλώς την κατάλληλη στιγμή για να μας το παραδώσει με τη φυσικότητα μιας τυχαίας συγκυρίας. Την είδα να απομυζεί με επιμονή και υπομονή όλους τους χυμούς ενός φαινομενικά αδιάφορου καλοκαιριού, όπου δε συνέβαινε τίποτα σημαντικό σε πραγματικό χρόνο προκειμένου να μας παραδώσει ένα παλλόμενο, βαθιά προσωπικό και ειλικρινές μυθιστόρημα, που κατά την ταπεινή μου άποψη θα μπορούσε να μπει σε μια χρονοκάψουλα και να δηλώνει ξεκάθαρα στις επόμενες γενιές τι συνέβη στις χαραμάδες της ανυπαρξίας μιας κατά κοινή ομολογία αντιποιητικής και ανέραστης εποχής σε μια ναρκωμένη πόλη, όλοι οι κάτοικοι της οποίας βρίσκονται ερήμην τους μουδιασμένοι σε μια προαποφασισμένη μοιραία καταστολή.

Τους ξέρω καλά τους ήρωες του μυθιστορήματος της- όπως τους ξέρετε κι εσείς-, κι όχι αναγκαστικά επειδή τους έχω συναντήσει η συναναστραφεί. Για να είμαι ειλικρινής δε μπορώ καν να εντοπίσω καθαρά την ίδια την Αλεξάνδρα ή τους κοινούς γνωστούς και φίλους ανάμεσα στους ήρωες του βιβλίου - όσο κι αν με ξεγελούν μερικές φορές. Ωστόσο επιμένω ότι τους ξέρω καλά γιατί τα αδιέξοδα τους είναι και δικά μου, η ανάγκη τους για ουσία και ομορφιά αλλά και η επιμονή τους για επιβίωση πέρα και πάνω από τα αντικειμενικά δεδομένα της καθημερινότητάς τους, συναντιούνται με τις βαθύτερες επιθυμίες και φιλοδοξίες μου. Πάνω απ’ όλα όμως τους ξέρω γιατί στις σελίδες αυτού του βιβλίου παρελαύνουν εικόνες, κουβέντες συζητήσεις, μεθυσμένες διαπιστώσεις, σχέσεις μηχανικές και ουσιώδεις, επιδερμικές και βαθιές που μου είναι και σας είναι οικείες μιας και έτυχε να ζούμε όλοι στο εδώ και το τώρα της συγκεκριμένης χωροχρονικής συγκυρίας και κάπως προσπαθούμε να επιβιώσουμε, πιανόμενοι απ’ όπου μπορούμε. Κι όσο και να θέλουμε, μας είναι αδύνατο να κρυφτούμε από την οξυδέρκεια ενός χαρισματικού παρατηρητή που μπορεί και αφουγκράζεται ακόμα και τις πιο ενδόμυχες σκέψεις μας και καθαρίζοντας τις από τη σκόνη της κοινοτοπίας της πραγματικότητας να τις κάνει να ανασαίνουν ποιητικά μετατρέποντας τις σε λογοτεχνία που μας αφορά γιατί μας εμπεριέχει.

Αυτή είναι η μεγάλη τύχη και το δώρο των Αχινών: ότι κατέγραψε και παρέδωσε στον αθάνατο σύμπαν των βιβλίων ένα θαμπό καλοκαίρι που ξοδεύαμε αδιάφοροι τις μέρες μας χαζοπίνοντας και μισοφιλοσοφώντας στα μπαρ πέριξ του Παγκρατίου, προσπαθώντας να εξημερώσουμε κάπως τη ματαιότητα της πολυτελούς ανυπαρξίας μας. Κι είναι αυτό ακριβώς το καλοκαίρι που μετουσιώθηκε στο χρονικό μιας γενιάς, χωρίς ισχυρό ιστορικό αποτύπωμα, που λίγο πριν, λίγο μετά τα τριάντα, περιφέρεται αμήχανη, ανάμεσα στο όνειρο μιας ζωής και στην ξηρασίας της πραγματικότητας. Μιας γενιάς που απέκτησε τα εφόδια αλλά προετοιμάστηκε για λάθος μάχη και βρέθηκε σε άλλο μέτωπο, χωρίς καμιά συναίσθηση της ματαίωσής της. Αυτή την άνω τελεία, έκανε βιβλίο η Αλεξάνδρα και μας αιφνιδίασε δηλώνοντας μας πως μπορεί να γεννηθεί ομορφιά και ποίηση από τη αμηχανία, φτάνει να βρεθούν οι λέξεις, τα σχήματα και τα αισθήματα της καταγραφής. Όταν το ανεπαίσθητο φαινομενικά τυχαίο άγγιγμα μεταγραφεί σε ουσιαστική μέσα στην τυχαιότητα της έκκληση για επαφή, όταν η επιθυμία για επικοινωνία κατοχυρωθεί -έστω και περιφραστικά η υπαινικτικά με τη σαφήνεια της δηλωμένης ανάγκης.

Στους “αχινούς” αγάπησα και θαύμασα την αναμέτρηση της Αλεξάνδρας με τις λέξεις και και τα αγκάθια των νοημάτων τους, παρακολούθησα με κομμένη την ανάσα την επιμονή της να μην παραδοθεί στο προβλέψιμο και αναμενόμενο. Συγκινήθηκα με την ηρωική απόφασή της να χορέψει στην κόψη μόνο και μόνο για να ολοκληρώσει τη διαδρομή με τους δικούς της όρους και σύμφωνα με το κάλεσμα των προσωπικών της δαιμόνων, εμμονών κι αναφορών, κλείνοντας τα αφτιά στις σειρήνες των λογικών παρατηρήσεων ημών των πιο πρακτικών αναγνωστών της. Γι’ αυτό και παραδόθηκα αμαχητί στη γοητεία της γραφής της, στην αναντίρρητη αυτοτέλεια του σύμπαντός της και δε μπορώ παρά να δηλώσω την ευγνωμοσύνη μου που μας επέτρεψε αυτό το σύντομο περίπατο στα ενδότερα του κόσμου της.

Κλείνοντας, αφήνω για ελάχιστα λεπτά στην άκρη την προσωπική σχέση με την Αλεξάνδρα μπας και αποκτήσω λίγη περισσότερη αξιοπιστία και περνάω σε έναν υποθετικό συλλογισμό: ακόμα κι αν δεν την γνώριζα προσωπικά λοιπόν κι έπεφτε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα στα χέρια μου τυχαία, νιώθω ότι θα έφτανα στην τελευταία του σελίδα με τον ίδιο ενθουσιασμό και θα το χάριζα δίχως δεύτερη σκέψη σε όποιον θεωρώ αδερφό στο αίσθημα με ένα κλείσιμο ματιού, εξακολουθώντας να χρωστώ χάρη στη συγγραφέα του. Γιατί διαβάζοντας το “πως φιλιούνται οι αχινοί” είμαι πεπεισμένος πως η γραφή της Αλεξάνδρας Κ* είναι η φωνή που έχει ανάγκη η γενιά μου για να μιλήσει με θάρρος και καθαρότητα για το παρόν της, ερχόμενη αντιμέτωπη με την ουσία και παραλείποντας τον όποιο εξωραϊσμό. Η ραψωδός του αντιηρωικού έπους των σημερινών τριαντάρηδων ευτυχώς για μας, χάρη στο ταλέντο της αφηγείται την αμηχανία μας με τρόπο ζηλευτό γι’ αυτό και μας κάνει να καμαρώνουμε μέσα στο μούδιασμά μας. Κι αν μας εκθέτει λίγο παραπάνω απ’ όσο θα θέλαμε, κάπως, κάπου μέσα στις σελίδες του βιβλίου της, μικρό το τίμημα. Στα επόμενα μεθύσια, που θα γεννήσουν τους ήρωες του επόμενου βιβλίου της, ας προσπαθήσουμε όλοι να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί.


[Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της Αλεξάνδρας Κ* "Πως φιλιούνται οι αχινοί" (εκδόσεις Πατάκη) στον Ιανό, τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017.]


No comments: