Friday, September 30, 2011

Απουσία


Απουσία είναι οι αμέτρητες μικρές παρουσίες που δεν έχουν αρκετή δύναμη να προφέρουν ένα όνομα‧ είναι τα ξεχασμένα ρούχα σου πάνω στην καρέκλα‧ Η τσακισμένη σελίδα στα αγαπημένα σου βιβλία λες και θα τα συνεχίσεις αύριο‧ είναι που απαγγέλω δυνατά τους αγαπημένους σου στίχους του Whitman: «Σταμάτησε τούτη τη μέρα και τη νύχτα μαζί μου και θα γνωρίσεις την προέλευση των ποιημάτων...» κι είναι που θέλω να με ακούσεις να σε γνωρίζω‧ απουσία είναι η αυτογνωσία μέσα απ’ την απώλεια‧ είναι το repeat στο τέταρτο κομμάτι απ’ το αγαπημένο σου CD‧ είναι να συνεχίζεται η μουσική και στη σιωπή‧ απουσία είναι το μισοσκόταδο‧ η άδεια κούπα στο τραπέζι της κουζίνας‧ απουσία είναι η στάθμη ενός μισοάδειου μπουκαλιού στο ψυγείο, που δεν προλάβαμε να το γιορτάσουμε όπως του άξιζε‧ είναι η λίστα με τα ψώνια του Σαββάτου που δεν έγιναν ποτέ‧ είναι το άδειο εκείνο Σάββατο με τα σταματημένα του ρολόγια‧ είναι ένα άδειο μπρελόκ σε σχήμα καρδιάς‧ απουσία είναι μια άδεια καρδιά ‧ είναι μια κρέμα για τα χέρια χωρίς χέρια να δροσίσει‧ είναι το αγαπημένο σου άρωμα που όσο περισσότερο λείπεις τόσο πιο έντονα μυρίζει‧ απουσία είναι η συντροφιά της τηλεόρασης‧ είναι η τελευταία σκηνή της αγαπημένης σου ταινίας που ποτέ δεν την κατάλαβα μέχρι σήμερα‧ είναι η αυριανή μέρα που ξημερώνει και θα σκεφτώ πως θα σε φέρω πίσω‧ απουσία είναι η βεβαιότητα που καταρρέει με τους τίτλους του τέλους‧ είναι που αισθάνομαι ξεχωριστός χωρίς να έχω κάποιον να το εκτιμήσει‧ είναι το κρύο κι η διπλωμένη κουβέρτα στον καναπέ που δε ζεσταίνει‧ απουσία είναι το άδειο βάζο και τα ξεραμένα απο μέρες λουλούδια στα σκουπίδια‧ είναι η λάθος φωνη που απαντάει στο τηλέφωνο‧ η ειρωνεία του να χτυπάει τηλέφωνο σε σπίτι που δεν υπάρχει ψυχή‧ είναι οι φίλοι που έχουν όλοι το ίδιο ξένο πρόσωπο‧ είναι οι δικαιολογίες για να μην απαλλαγώ απ’ τα φαντάσματα‧ απουσία είναι οι πιθανότητες και οι προσδοκίες‧ ένα σωρό μικροπράγματα που άφησες πίσω σου και δε θα σε απασχολήσουν ποτέ ξανά‧ απουσία είναι οι αμέτρητες μικρές παρουσίες που δεν έχουν αρκετή δύναμη να προφέρουν ένα όνομα‧ απουσία είσαι εσύ. Και η ολοκαίνουργια διάσταση του να μου ανήκεις ολοκληρωτικά. 

Tuesday, September 27, 2011

Εκδοχές


Νύχτα στο ταξί. Χάζευα ως συνήθως. Ώσπου πέρασε από δίπλα. Κι ήταν και δεν ήταν. Ήταν γιατί ήταν. Δεν ήταν γιατί είναι χρόνια μακριά. Κι είναι καλά. Σίγουρα καλύτερα από δω που απλώς υπήρχε ζητώντας κάτι που δεν το έβρισκε. Κι όμως στο διπλανό αμάξι υπήρχε μια παράλληλη απρόσμενη εκδοχή της, όπως θα ήταν αν δεν είχε φύγει ποτέ. Αν είχε βρει εδώ αυτό που ζητούσε, ή αν ζητούσε κάτι άλλο. Στο διπλανό αυτοκίνητο είχε ένα χαμόγελο που ταίριαζε εξαιρετικά στο πρόσωπό της και δεν το είχα καν υποπτευθεί τότε που τη συναντούσα καθημερινά και την έβλεπα να χαμογελά γοητευτικά κι αβίαστα. Ήταν το χαμόγελο της ηρεμίας, της συνειδητής πραγματικότητας, της ολοκλήρωσης. 

Στο πρώτο φανάρι το ταξί μου την προσπέρασε. Είχε όμως ήδη μετεπιβιβαστεί στο κεφάλι μου. Άρχισα να αναρωτιέμαι ποια πραγματικότητα μας κερδίζει τελικά, από αυτές που μας διεκδικούν: η πιο δυνατή; Η πιο ταιριαστή; Η πιο εύκολη; Η πιο κοντινή; Η μήπως μια τυχαία; Κι εμείς νιώθουμε άραγε νοσταλγία για τις εναλλακτικές πραγματικότητες που συμβαίνουν ερήμην μας σε κάποια παράλληλη διάσταση ή μαθαίνουμε προσαρμοστικά να ανασαίνουμε τον αέρα που μας περιβάλλει; 

Δεν κρύβω πως καμιά φορά με απασχολούν οι άλλες εκδοχές μου. Παίζω συχνά το παιχνίδι «τί θα συνέβαινε αν...» Ανακατεύω τα δεδομένα μου, τους δίνω νέες αδοκίμαστες ιδιότητες και με προβάλλω σε άδειες οθόνες, υποβάλλοντας με σε εναλλακτικές αλληλεπιδράσεις με τον κόσμο που με περιβάλλει. Το παράδοξο είναι πως αρκετές φορές αναγνωρίζω περισσότερο τις νέες εκδοχές μου. Καταφέρνω ευκολότερα να πω ή να κάνω αυτά που θέλω. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει τρόπος να γίνω κάποιος από τους παράλληλους εαυτούς μου. Να τον κλέψω για λίγο από τον κόσμο του και να αρχίσω να ενεργώ με την ταυτότητα του. Καταλήγω πως αν αλλάξουμε πραγματικότητα στις εκδοχές, απλούστατα θα χάσουν τις μαγικές τους ιδιότητες, θα πάρουν τα χαρακτηριστικά που εμείς οι ίδιοι έχουμε αναπτύξει μέσα στον κόσμο μας. Δώρον – άδωρον: δε μπορούμε να εκπληρώσουμε τους στόχους μια ζωής, ζώντας μία άλλη. 

Τη σκέφτομαι και πάλι μέσα στο αυτοκίνητο με όλη αυτή την ηρεμία της παράλληλης εναλλακτικής ζωής της. Κι είμαι σίγουρος πως αν μπορούσα να παγώσω το χρόνο, να σταματούσα πλάι – πλάι τα δυο αυτοκίνητα, αν άνοιγα την πόρτα της, την κατέβαζα και της μιλούσα, θα την όριζε και πάλι η πραγματικότητα που μας δένει: στα δυο λεπτά θα έχανε πάλι το χαμόγελο της και θα ήθελε να φύγει. Κάτι θα της έλειπε. Κάτι θα έπρεπε να βρει. Κι όταν ο χρόνος άρχιζε ξανά, το αμάξι της θα ξαναγινόταν αεροπλάνο και θα πετούσε και πάλι μακριά. 

Γιατί από τους ανθρώπους της ζωής μας, τελικά μας ανήκει μια μονάχα εκδοχή. Μπορεί να είναι καλή ή κακή, ταιριαστή ή αταίριαστη, ευλογημένη ή καταδικασμένη. Το σίγουρο όμως είναι ότι πρόκειται για τη μία και μοναδική εκδοχή που μας αντιστοιχεί. Κι όλες οι άλλες εκδοχές, αν τύχει ποτέ και τις συναντήσουμε, δε θα είναι παρά φευγαλέα φαντάσματα που μας προσπερνούν απρόσμενα τις νύχτες μέσα σε διερχόμενα αυτοκίνητα. 


Friday, September 23, 2011

εμείς, ο άλλος.


Όσο εγώ κι εσύ θα είμαστε άλλοι, θα είμαστε διαφορετικοί - ο καθένας με το δικό του τρόπο. Και θα έχουμε δικαίωμα να είμαστε διαφορετικοί, ακόμα κι αν στο τέλος καταλήξουμε να είμαστε το ίδιο. Κι αυτό το δικαίωμα θα πρέπει να είναι αυτονόητο όσο κι η αναπνοή μας.

Από τις 3 ως τις 9 Οκτωβρίου 2011 η διαφορετικότητα γίνεται αφορμή για γιορτή, σκέψη, δημιουργία, προβληματισμό και συνύπαρξη σε μια σειρά εκδηλώσεων με ελεύθερη είσοδο και την αφιλοκερδή συμμετοχή καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι δέχτηκαν με συγκινητική προθυμία το κάλεσμα της Be positive.

Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο της Ελένης Ρουμπάνη, το οποίο νομίζω μιλάει με τον καλύτερο τρόπο γι' αυτή την αμφιλεγόμενη έννοια, που αποτελεί την αφορμή του φεστιβάλ:

Η διαφορετικότητα είναι αδόκιμος όρος. Δε στέκει, δεν υπάρχει στα λεξικά, πώς να σου το πω. Ή τέλος πάντων δεν τη βρίσκω. Έτσι ορισμό δεν μπορώ να σου δώσω. Απ’ τα συμφραζόμενα ό,τι πιάνω.

Να μου πεις για τη διαφορά μάλιστα. Αυτή υπάρχει. Ορίζεται. Έχει και συνώνυμο. Αντίθεση το λένε. Κάνει και αντίθεση με την ομοιότητα. Πώς λέμε ίδιος, καμία σχέση.

Και επειδή τα ουσιαστικά που καταλήγουν σε -ότητα βγάζουν κάτι πανανθρώπινο και ευγενές συνάμα, φόρεσαν στη διαφορά την επίσημη την κατάληξη κι έτσι μπορεί να συμμετέχει μέχρι και σε πάνελ.

Η διαφορετικότητα έχει χτιστεί πάνω σε αντιθέσεις. Κι όπως όλα τα χρηστικά και τα καταχρηστικά σε τούτον εδώ τον κόσμο οι αντιθέσεις κυκλοφορούν σε ζευγάρια. Σαν τις κάλτσες και τα παπούτσια. Και τους ανθρώπους.

Έχουμε λοιπόν το αρσενικό και το θηλυκό, το χοντρό και το λιγνό, το ξένο και το δικό. Κι άμα δεν είσαι όμορφος είσαι άσχημος, κι άμα δεν είσαι στρέιτ είσαι γκέι, κι άμα δεν είναι παλιό είναι νέο. Κι έτσι διπλά και όμορφα βολεύεις μια κοσμοθεωρία να έχεις να πορεύεσαι.

Κι εδώ φυτρώνει η διαφορετικότητα, κι ας μη στέκει στα λεξικά. Γιατί τ’ αυτονόητα δε χρειάζονται ορολογίες για να σταθούν. Και σου φωνάζει το αδόκιμο να κάνεις μια πρόχειρη επαλήθευση στα κλισέ σου τα ζευγάρια. Αυτά που νομίζεις παπούτσια, δεξί, αριστερό, ένα για κάθε πόδι, πάει και τελείωσε. Αλλά να σου πω κάτι; Μπορεί να είναι κάλτσες. Ολόιδιες. Μόνο που τη μία τη βρίσκεις αμέσως. Για την άλλη συνήθως ψάχνεις λίγο περισσότερο.

Υστερόγραφο πολύ ύστερο: Στο «Μικρό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» (όχι στο οφίσιαλ, σε αυτό που λέει «απαραίτητο βοήθημα για το μαθητή», σα να λέμε στο παιδικό μενού) του Γ. Μπαμπινιώτη, η διαφορετικότητα υπάρχει. Ορίζεται ως «το να διαφέρει κάποιος από τους άλλους (τους πολλούς)». Δεν είμαστε λίγοι κύριε καθηγητά.

Το 3ο Φεστιβάλ διαφορετικότητας θα λάβει χώρα από 3-9 Οκτωβρίου 2011 στα
TAF / the art foundation, six d.o.g.s, Booze Cooperativa με την ευγενική συμμετοχή των:
Αφροδίτη Αλ Σάλεχ, Μαρί-Πιερ Αμαλβύ, Βάσια Αναγνωστοπούλου, Τάσος Αναστασίου, Ελευθερία Άνθη, Αντώνης Βαβαγιάννης, Νίκος Βενιανάκης, Κωνσταντίνος Γεωργαντάς, Gaudi, Γιώργος Γκιζάρης, Χρήστος Δήμας, Empty Frame, Ματίνα Καβαλάρη, Δημήτρης Καμένος, Μάρω Κουρή, Πάνος Μαραγκός, Μάρω Μαρκέλλου, Πάνος Μιχαήλ, Έλλη Μόκα, Σίσσυ Μόρφη, Γιάννης Μπουγιούκας, Σπύρος Παγιατάκης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, Παναγιώτης Πανταζής, Χρήστος Παπαμιχάλης, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Σταύρος Πετρόπουλος, Κωνσταντίνος Πιλάβιος, Λουκία Ρικάκη, Δημήτρης Σούλτας, Σπύρος Στάβερης, Μαρία Τζαμπούρα, Στάθης, Cyanna, Γιάννης Φουντουλάκης, Παντελής Φραντζής, Θανάσης Χειμωνάς, Χρήστος Χωμενίδης.

Για περισσότερες πληροφορίες και πλήρες πρόγραμμα εκδηλώσεων τσεκάρεις εδώ.

Τα λέμε εκεί!

Tuesday, September 20, 2011

η αληθινή ζωή


Αναρωτιέμαι που βρίσκεται η αληθινή ζωή. Νόμιζω σταδιακά χάνονται τα σημεία αναφοράς της. Το είδα χτες αχνογραμμένο στις σελίδες ενός βιβλίου. Το επιβεβαίωσα σήμερα στο μηχανικό φλιτζάνι του πρώτου καφέ μου. Τη θέση της έχουν πάρει ιδέες, αφηρημένες κι άγριες, που αιωρούνται σε ένα συγκεχυμένο σύμπαν χωρίς καμία διάθεση εκπολιτισμού. Το πνεύμα που αναζητούσε την προσωρινή φιλοξενία μιας ταυτότητας, παραιτείται από κάθε αναζήτηση κι απλώς περιφέρεται χαμένο στο διάστημα. Τα καθορισμένα όρια μιας έστω και πλασματικής προσωπικότητας (κάτι τυπικό για την πρωτογενή αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους ανθρώπους) σπάνε και μόνο μια απροσδιόριστη ονειρική ουσία παραμένει στα χείλη σαν επίγευση αλήθειας. 

Οι μέρες δεν είναι παρά τυπικά πλαίσια που διαδέχονται το ένα το άλλο - το ίδιο κι οι ώρες ή τα λεπτά. Σκέψεις και κινήσεις σαν τις λούπες ενός κολλημένου γραμμοφώνου με απανωτά déjà vu από άλλες ζωές, μακρινές που κάποιος κάποτε τις έζησε και σου τις αφηγήθηκε παραλείποντας τα όποια συμπεράσματα. Τα γεγονότα καταγράφονται προκαθορισμένα κι ακόμα και τις απροσδόκητες ανατροπές τις δέχεσαι ασυγκίνητος ως αναμενόμενες εναλλαγές του βίου. Ένα φως ανάβει, δύο σβήνουν. Δεν υπάρχει αλληλουχία στη διαδοχή των γεγονότων. 

Σκέφτεσαι τα σωστά και τα δίκαια, τις ιδανικές εκδοχές των πραγμάτων και όλα τα εναλλακτικά σενάρια, που θα μπορούσαν να φωτίσουν αλλιώς τη σκηνή. Που και που διαπερνά το μυαλό σου σα ριπή ψυχρού αέρα η σκέψη ότι η αλλαγή είναι στο χέρι σου, ότι έχεις τον έλεγχο. Την αμέσως επόμενη στιγμή αυτή η υποψία αισιοδοξίας σε εγκαταλείπει παραχωρώντας τη θέση της σε ένα εκδικητικό κοπάδι από ενοχές - για την τόλμη, το θράσος, την παρανόηση. Ακόμα κι η προοπτική της απόπειρας σε εξαντλεί. Τα λόγια σπανίως δηλώνουν τα νοήματα, γι’ αυτό και κανείς δε φιμώνει κανέναν. Τα παράλογα εκπαιδεύονται να μοιάζουν φυσιολογικά. Τα λογικά παραμερίζονται. 

Καμιά φορά σκέφτεσαι «αν είχα την επιλογή, αν μπορούσα να κάνω μια επανεκκίνηση, αν γύριζα στην αφετηρία τί θα έκανα για να αλλάξω την κατάσταση;» Δεν υπάρχει απάντηση. Κι αν υπήρχε όμως δεν είμαι σίγουρος πως θα μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε αποδοτικά. Γιατί δεν έχω πειστεί ακόμα τελικά τί μπορεί να είναι η αληθινή ζωή: όλος αυτός ο καταιγισμός υψηλών νοημάτων και υπέρτατης αλήθειας που μας παρασύρουν σα δύνη και μας γκρεμίζουν εξακολουθητικά ή εκείνες οι αμέτρητες μικρές αυτοαναφορικές συμβάσεις που μας προστατεύουν από όσα δε μπορεί να συλλάβει ο νους μας; Αν είναι ένα από τα δύο, πώς γίνεται ο άνθρωπος να μην είναι ευτυχισμένος σε κανένα απ’ αυτά; Αν είναι και τα δυο μαζί πως μπορεί κανείς να γλιτώσει από την ολοκληρωτική συντριβή; Αν πάλι δεν είναι τίποτα απ’ αυτά; Αν παίζουμε μπάλα σε λάθος γήπεδο κι η αλήθεια βρίσκεται κάπου άλλου; 

Μένει να ψάχνουμε απαντήσεις ανάμεσα στις γραμμές των βιβλίων και σε μηχανικά φλιτζάνια καφέ‧ σε τυχαίες συναντήσεις και σε συννεφιασμένες μέρες. Όπως η σημερινή. Η εντελώς ανυποψίαστη κι ανέτοιμη για οποιαδήποτε εκδοχή αληθινής ζωής. 


Saturday, September 17, 2011

Ένα τραγουδάκι.


Τα έχουμε ξαναπεί. Με την ελληνική μουσική δεν είχα πάντα καλές σχέσεις. Κι η μεγαλύτερη ειρωνεία της ζωής μου (μπορεί και κάποιου είδους τιμωρία) είναι οτι βρέθηκα να γράφω στίχους για ένα είδος τραγουδιού που σνόμπαρα μέχρι την ενηλικίωση μου. Κάπου στις αρχές του 2000 κι ενώ έχω αρχίσει σιγά – σιγά να γνωρίζω τους θησαυρούς της εγχώριας παραγωγής συναντιέμαι με έναν χιουμορίστα μαθηματικό και επίδοξο συνθέτη, τον Κώστα Τσίρκα, με τον οποίο βρισκόμαστε από το πουθενά λόγω τυχαίων συγκυριών να φτιάχνουμε τραγούδια. 

Εκείνη την εποχή ο Τσίρκας μου φτιάχνει ένα compliation με αγαπημένα του ελληνικά τραγούδια για να διευρύνει λίγο τους – ομολογουμένως περιορισμένους τότε – μουσικούς μου ορίζοντες. Υποθέτω θα του είχα φτιάξει κι εγώ ένα αντίστοιχο με τζαζιές κι αλτερνατιβιές αλλά δεν το ανακαλώ ξεκάθαρα. Είχαμε αρχίσει να συνεργαζόμαστε κι ήταν η φάση που έπρεπε ο καθένας να γνωρίσει τις αναφορές του άλλου προκειμένου να βρούμε έναν κοινό δημιουργικό κώδικα. 

Κάπου υπάρχει ακόμα εκείνο το δισκάκι με τραγούδια από Beatles και Moody Blues, μέχρι Θανάση Παπακωνσταντίνου και Σωκράτη Μάλαμα. Θυμάμαι ότι το άκουσα αμέτρητες φορές μαθαίνοντας το σχεδόν απ’ έξω. Απ’ όλα τα τραγούδια όμως εκείνο που μου τραβάει την προσοχή περισσότερο είναι ένα σύντομο τραγουδάκι του Μάνου Λοϊζου σε στίχους του Άκου Δασκαλόπουλου, το οποίο δεν το είχα ξανακούσει ποτέ. Ο τίτλος ήταν «Κι αν τα μάτια σου» κι αν δεν κάνω λάθος πρωτοκυκλοφόρησε στις «Μπαλάντες του Μάνου». Θυμάμαι πόσο αφοπλιστική και σπαρακτική μου είχε φανεί αυτή η σχεδόν ερασιτεχνική ερμηνεία του Λοίζου και πως ξεκλείδωσε με μιας ολόκληρη την ουσία και το μεγαλείο της εκφραστικής απλότητας. Νομίζω με αυτό το τραγούδι εγκαινίασα την ουσιαστική μου είσοδο στην ειλικρινή συγκίνηση ως απόλυτο οδηγό και ζητούμενο.

Ο Κώστας δεν έμαθε ποτέ πως αυτό το κοντά ενάμιση λεπτό στάθηκε ο οδηγός ολόκληρης της συνεργασίας μας (που έφερε στο φως τις «Ανάσες») καθώς και η βάση της φιλίας μας που αισίως μετράει πάνω από δεκαετία. Η ευαισθησία του Λοϊζου φώτισε μέσα μου μια πτυχή της ελληνικής μουσικής που δεν υποπτευόμουν καν και ο ίδιος τοποθετήθηκε μέσα μου πλάι σε εμβληματικούς τραγουδοποιούς όπως ο Bob Dylan ή ο Leonard Cohen, χωρίς να υστερεί σε τίποτα. Από εκείνη την εποχή, ακόμα κι η αναφορά του ονόματός του αρκεί για να νιώσω την οικειότητα που θα μου προκαλούσε κάτι εντελώς προσωπικό. 

Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από το Θάνατο του Λοϊζου . Σήμερα συμπληρώνονται 29 χρόνια από τη Γέννηση του Κώστα. Για τον γράφοντα υπάρχει ένα σχεδόν άγνωστο στους πολλούς τραγουδάκι που συνοδεύει κάθε χρόνο τέτοια μέρα αυτή την ασήμαντη σύμπτωση . Νομίζω δεν έχει παίξει ποτέ σε τούτο εδώ το blog. Ας είναι σήμερα η πρώτη φορά. 

Tuesday, September 13, 2011

flash back


Έριξα μια πρόχειρη ματιά στους περασμένους Σεπτεμβρίους. Την έχει αυτή τη δυνατότητα το αδιάλειπτο blogging: να σου επιτρέπει να ανατρέχεις σε σκέψεις και γεγονότα παλιότερων ετών που λογικά θα είχες ξεχάσει.

Τα κοινά μοτίβα των αρχών του Φθινοπώρου μου λοιπόν ήταν πάντα τα εξής: α) ένας αγώνας να ζήσω όσο το δυνατόν περισσότερο την πόλη και να αφομοιωθώ από τις συγκινήσεις της, β) η αναζήτηση νοήματος σε ο, τι με περιέβαλε και γ) (το βασικότερο) να βρω έναν τρόπο να συνυπάρξω με ότι με ξεπερνούσε. 

Από αυτή την άποψη και φέτος στα ίδια είμαστε. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Αν εξαιρέσεις ότι τα προηγούμενα χρόνια ήμουν κάπως πιο γενναιόδωρος με όσα μοιραζόμουν στις αναρτήσεις μου.

Ελπίζω το Φθινόπωρο του 2012 να γυρίσω πίσω και να έχω την απάντηση. Ή τέλος πάντων να έχω αφήσει αρκετά στοιχεία ανάμεσα στις γραμμές για να θυμάμαι όσα δε λέω.


Monday, September 12, 2011

Night of Hunters


Ξεκινάμε απ’ αυτό: η Tori Amos δεν είναι πια ούτε η frontwoman του Y Kant Tori Read, ούτε το Cornflake Girl των charts, ούτε η Πασιονάρια της γυναικείας τραγουδοποιίας. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν υπήρξε ποτέ απόλυτα και εντελώς κάτι απ’ όλα αυτά. Αν ωστόσο επιμένεις στην προσκόλληση σου σε μια από τις προαναφερθείσες ιδιότητές της, φοβάμαι πως διατρέχεις τον κίνδυνο να διακόψεις μια για πάντα τον παραμικρό δεσμό μαζί της. Γιατί η Amos, όπως όλοι οι γνήσιοι καλλιτέχνες δεν έμεινε ποτέ αιχμάλωτη σε μια μορφή έκφρασης, όσο βολική, επιτυχημένη και προσοδοφόρα κι αν υπήρξε. Και εννοείται ότι σε μια τέτοια περιπλάνηση ρισκάρεις να μην είναι κάθε σου πείραμα επιτυχημένο, ούτε εξίσου προσιτό και άμεσο, στην πορεία της εκφραστικής αναζήτησης όμως όλα είναι θεμιτά, σεβαστά κι ίσως τελικά ζητούμενα.

Το τελευταίο της ερευνητικό πεδίο είναι η συμφωνική μουσική, ένα ενδιαφέρον που προφανώς προέκυψε από την ενασχόληση της με το score του musical The Light Princess για το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Σε αυτή την κομβική στιγμή την προσέγγισε η ιστορική Deutsche Grammophon - γνωστή για cross over συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο Elvis Costello ή ο Sting - για την κυκλοφορία ενός κύκλου τραγουδιών (φόρμα όχι άγνωστη στην τραγουδοποιία της δημιουργού), που θα συνομιλεί ανοιχτά με τους αντίστοιχους κύκλους της κλασικής μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι ένα μουσικό μωσαϊκό, που διατρέχει την ιστορία της ευρωπαϊκής (κατά κύριο λόγο) μουσικής παράδοσης των τελευταίων 400 ετών, με μια μικρή προσήλωση στους κλασικούς συνθέτες που επηρέασαν καθοριστικά το πέρασμα προς αυτό που θα λέγαμε σύγχρονη μουσική. Σχεδόν ολόκληρο το υλικό της προέρχεται από παραλλαγές σε κλασικά θέματα των Satie, Schumman, Stravinsky Bach, Mussorgksy κ.α, τα οποία όμως φιλτράρει μέσα από μια καθαρά δική της οπτική, δημιουργώντας ίσως έναν από τους πιο δυνατούς και συνοχικούς δίσκους της ώριμης περιόδου της.

Ο νοηματικός της άξονας – το ερωτικό ταξίδι μιας νύχτας, με την εναλλαγή κυνηγού και θηράματος που γυρνάνε μέσα στο χρόνο (το δικό τους και τον αέναο των εποχών που διαδέχονται η μια την άλλη) αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο για να μας παρουσιάσει μερικά από τα πιο δυνατά στιχουργήματά της. Η μυστικιστική θεματική των τελευταίων της δίσκων, η θεοποίηση των φυσικών φαινομένων και μια μυθολογική διάσταση των βαθύτερων ενστίκτων του ερωτευμένου, δημιουργούν ένα κυριολεκτικό tour de force, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις πιο δυνατές στιγμές της τραγουδοποιίας της ίδιας της Tori. Κι ενώ φροντίζει έξυπνα να κρατάει δομικά και νοηματικά το ρομαντισμό των ευρωπαϊκών lieder, την ίδια στιγμή μπολιάζει τα τραγούδια της με γερές δόσεις σύγχρονης πραγματικότητας. Έτσι έχουμε ένα διαχρονικό ταξίδι με αλλεπάλληλα déjà vu από το πάντα στο απόλυτο σήμερα. Κι αυτό είναι ίσως κάτι που θα έπρεπε να εξετάσουν όσοι διατείνονται ότι το Night of Hunters είναι ένας ακαδημαϊκός δίσκος à la manière, αποκομμένος από το σήμερα. Στην πραγματικότητα, έχουμε πολύ καιρό να ακούσουμε τόσο άμεσα ερωτικά τραγούδια από την Tori, κάτι που αναδεικνύεται και από τις εξαιρετικές και απόλυτα προσωπικές ερμηνείες της.

Μπορεί βέβαια, κάποιος να κουραστεί από την εμμονή σε αυτή την κλασσικότητα καθώς κι από την παντελή απουσία σύγχρονης ενορχήστρωσης ή να διαπιστώσει πως σε κάποια σημεία το τελικό αποτέλεσμα εγκλωβίζεται από αυτή την πληθωρική εμμονή στα έγχορδα και τα πνευστά. Αν ακούσεις όμως το Night of Hunters σαν μια ξεχωριστή συνθήκη κι όχι σαν όλα όσα θα μπορούσε να είναι (κι ας είναι αυτά πολλά), τότε ίσως καταφέρεις να περάσεις τη μαγική πόρτα που θα σε μεταφέρει στον κόσμο που έχει φανταστεί η δημιουργός του φροντίζοντας στην εντέλεια ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αν επιτύχεις το πέρασμα, τότε θα διαπιστώσεις πως ο κόσμος του Night of Hunters σου είναι πιο οικείος από ότι φαντάζεσαι ίσως αρχικά. Είναι ένας κόσμος όπου έχει φροντίσει ήδη να στον αφηγηθεί η Tori από πολύ νωρίς στη δισκογραφία της: ένας κόσμος περιπλάνησης και φαντασίας, περιπέτειας και εσωτερικής αναζήτησης‧ σα να λέμε το ίδιο ταξίδι με άλλο μέσο. Ένας δίσκος νέος και οικείος την ίδια στιγμή. Σαν να επιστρέφεις από άλλο δρόμο στην παλιά πατρίδα του Hesse.

Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου ωστόσο παραμένει ένα: τελικά ακούς ένα δίσκο της Deutche ή ένα δίσκο της Tori Amos; Η απάντηση είναι νομίζω αυτονόητη μετά από τις πρώτες ακροάσεις: στο Night of Hunters έχεις τη σπάνια τύχη να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια πραγματική συνάντηση κορυφής, χωρίς την έκπτωση των αμοιβαίων υποχωρήσεων. Λες και ήταν η κατάλληλη στιγμή δυο παράλληλοι δρόμοι να βρουν το σημείο τομής τους. Από την πλευρά της D.G. έχουμε ένα επικοινωνιακό άνοιγμα του θησαυρού του καταλόγου και του ανθρώπινου δυναμικού της (οι σολίστες του δίσκου είναι ονειρικοί) σε ένα κοινό που ίσως αγνοεί τη δυναμική της κλασικής μουσικής, ενώ από την πλευρά της Amos γινόμαστε μάρτυρες της ύψιστης μορφής εξέλιξης ενός αυθεντικού καλλιτέχνη: τον ανοιχτό διάλογο της ελεύθερης προσωπικής του έκφρασης με μια καλλιτεχνική γλώσσα και δομές που προηγούνται της εποχής του μα αποτελούν την αφετηρία της Τέχνης του. 

Thursday, September 08, 2011

οι τρεις φωνές


Υπάρχει μια μικρή φωνή μέσα στο μυαλό. Της έχουν δώσει πολλά ονόματα. Εκείνη δεν ακούει σε κανένα. Μάλλον ακούει σε όλα, αλλά αρνείται να βολευτεί σε ένα από αυτά. Η φωνή αυτή μιλάει σε ανύποπτο χρόνο, λέει ακριβώς αυτά που έχει να πει και βυθίζεται και πάλι στη σιωπή. Μπορεί να κάνει μέρες, εβδομάδες, μήνες να ακουστεί. Νιώθεις όμως πως μαζεύει υλικό, ακόμα κι αν το υλικό αυτό μοιάζει ακαθόριστο και παρωχημένο. Γνωρίζεις πως αν η μικρή φωνή αποφασίσει να βάλει σε σειρά τα δεδομένα θα πει πολλά και μάλιστα ακριβώς με τη σύνταξη που πρέπει. Θα αφήσει έξω τα περιττά, αφού κλέψει όλη την ουσία τους. Η φωνή μετά θα αρχίσει να υπαγορεύει σε μια άλλη φωνή κάπως πιο κοινωνική. Η άλλη φωνή θα πάρει τις απαιτούμενες αποφάσεις παραβλέποντας την πρώτη φωνή. Ακολουθεί μια Τρίτη φωνή, η πιο δυνατή και πιο υπεύθυνη. Αυτή ξέρει πολλά μα δε μιλάει πολύ. Στην πραγματικότητα όσο περισσότερα ξέρει, τόσο λιγότερο μιλάει. Η Τρίτη φωνή είναι πάντα φοβισμένη γιατί ξέρει πως σε αντίθεση με τις άλλες δυο, όταν μιλάει ακούγεται. Και συχνά παρεξηγείται. Γι’ αυτό κι η Τρίτη φωνή που όταν φτάσει να μιλήσει ξέρει τα πάντα, συχνά λοξοδρομεί και μιλάει για άσχετα, ασήμαντα θέματα. Ανάμεσα στην άσκοπη φλυαρία της όμως, στέλνει κωδικοποιημένα μηνύματα με την ελπίδα κάποιος να καταφέρει να τα αποκρυπτογραφήσει. Η Τρίτη φωνή όταν παραληρεί, ξεθαρρεύει και ζητάει βοήθεια και για τις άλλες δύο. Καμιά φορά ο άνθρωπος μεθάει και τότε οι τρεις φωνές συντάσσονται και  προσπαθούν ασθμαίνοντας να προλάβουν τα πάντα. Συνήθως τότε δε βγαίνει νόημα. Η αιτία καβαλάει την αφορμή κι ο λόγος τη σημασία. Τότε τα λόγια μπερδεύονται. Οι φωνές μπερδεύονται. Η πρώτη, η δεύτερη κι η Τρίτη φωνή εναλλάσσουν θέσεις μέχρι να τις συλλάβει κάποιος. Δεν τις αγγίζει υπεύθυνα κανείς. Γλιστρούν από παρανόηση σε παρανόηση κι από παρεξήγηση σε παρεξήγηση. Καμιά φορά κάποιος άλλος ακούει. Τις αποκρυπτογραφεί‧ τις βάζει σε σειρά‧ τις λέει νόημα. Τότε βγάζει τα συμπεράσματα του και προσπαθεί να διορθώσει την παραφωνία. Ψελλίζει κάτι σαν «έχεις πιει» ή «έλα να σε πάω σπίτι» ή «θα μιλήσουμε το πρωί» και με απαλές κινήσεις φιμώνει τις τρεις μπερδεμένες φωνές του συνομιλητή του και τις οδηγεί τρυφερά στο κρεβάτι. Κάθε μια στο δικό της. Το επόμενο πρωί οι τρεις φωνές ξυπνούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, χωρίς μνήμη. Μοιάζουν να είναι ακριβώς οι ίδιες φωνές της προηγούμενης μέρας: μόνο που η πρώτη είναι κάπως πιο μπερδεμένη, η δεύτερη πιο επιφυλακτική κι η Τρίτη πιο φοβισμένη. Το υπόλοιπο της ανάρρωσης το περνούν στην απόλυτη σιωπή.

Wednesday, September 07, 2011

Déjà vu


Θυμάσαι εκείνο το τραγούδι από εκείνη την ταινία; Κι εκείνο από εκείνη εκεί τη διαφήμιση που το ‘ψαχνες και δεν το ‘βρισκες; Θυμάσαι εκείνη τη φοβερή διασκευή, εκείνου του γαμάτου τραγουδιού που είχες πετύχει κάποτε στο ράδιο κι έφαγες τον κόσμο; Ή εκείνο το άλλο που άκουγες μικρός γιατί έπαιζε σε εκείνη τη σειρά; 

Τραγούδια που χόρεψες στα πάρτι του δημοτικου, που εθίστηκες στην εφηβεία σου, που τα έγραφες σε κασέτες και τα μοίραζες δεξιά κι αριστερά.

Τραγούδια που φεύγουν κι επανέρχονται, που κάτι σου θυμίζουν και δε μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς τί. Ένα παιχνίδι με τη μνήμη και το χρόνο, πάνω στην ταξινόμηση των αναμνήσειων ενός καλοκαιριού.


[Αυτή την Πέμπτη 8/9/11 με τον αξιότιμο Ιππότη (κατά κόσμο Χρήστο Παπαμιχάλη), παίζουμε τραγούδια που έχει φυλάξει προσεκτικά η μνήμη για λόγους δικούς της. Αν σε βγάλει ο δρόμος σου, πέρνα μια βόλτα απ' το Almaz (Τριπτολέμου 12 στο Γκάζι.) ]

Thursday, September 01, 2011

cut the world


Τόσο καιρό υπάκουγα σε τούτο το θηλυκό διάταγμα:
πάντα περιείχα τον πόθο σου να με πληγώσεις.
Όμως πότε θα γυρίσω να κόψω τον κόσμο;

Πότε θα γυρίσω να κόψω τον κόσμο;

Τα μάτια μου κοράλλια, που απορροφούν τα όνειρά σου‧
η καρδιά μου μια καταγραφή επικίνδυνων σκηνών‧
το δέρμα μου μια επιφάνεια να εξωθώ στα άκρα.

Όμως πότε θα γυρίσω να κόψω τον κόσμο;
Πότε θα γυρίσω να κόψω τον κόσμο;

Πότε θα γυρίσω να κόψω τον κόσμο;
...


ο Antony Hegarty για τη Marina Abramovic
ελεύθερη απόδοση: Jirashimosu